συν

συν
αρχαία πρόθεση
1. (μαθημ.), εκφράζει το σημείο της πρόσθεσης (+): Δύο συν δύο ίσον τέσσερα.
2. στις φράσεις όπου χρησιμοποιούνται τα συνδυό, συντρείς, σημαίνει, δύο δύο, τρεις τρεις: Όπου συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν (ακριτ. τραγ.).
3. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων με τη σημασία του μαζί, συγχρόνως κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • σύν — with. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • σῦν — ὗς the wild swine masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σύν Ἀθηνᾷ, καὶ χεῖρα κίνου. — См. На Бога надейся, а сам не плошай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • συνδιαπερῶν — σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc voc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act neut nom/voc/acc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σύν , διά , ἀπό ἐράω 2 pour forth pres part act masc voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταποθῇ — σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταμορφῶν — σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc voc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc nom sg σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταχρῆται — σύν , κατά χράω 1 fall upon pres subj mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 1 fall upon pres ind mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”